κλωστοϋφαντικός

κλωστοϋφαντικός
η , ό[ν] прядильно-ткацкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κλωστοϋφαντικός" в других словарях:

  • κλωστοϋφαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην τέχνη τής κατασκευής νημάτων και υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • κλωστοϋφαντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη ή βιομηχανία της κλώσης και της ύφανσης συνάμα. 2. το θηλ., κλωστοϋφαντική ως ουσ., η τέχνη και η βιομηχανία κατασκευής νημάτων και υφασμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»